- ῥάφυς
ῥάφυς, ἡ, = ῥάπυς, Numen. bei Ath. IX, 371 c, wo jetzt ῥάφιν steht,
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥάφυς, ἡ, = ῥάπυς, Numen. bei Ath. IX, 371 c, wo jetzt ῥάφιν steht,
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ράφυς — και ῥάπυς, υος, ἡ, Α η βρούβα. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τής λ. ῥάφανος, ο οποίος έχει σχηματιστεί από το θ. ῥαφ (για τον τ. ῥάπυς, βλ. λ. ράφανος) με διαφορετικό επίθημα υς (πρβλ. κάχρ υς, σίκυς) και δηλώνει άλλο είδος φυτού (βλ. και λ. ράφανος)] … Dictionary of Greek
ραπεύς — έως ὁ, Α το φυτό ῥάφυς*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. ῥάπυς / ῥάφυς με κατάλ. εύς] … Dictionary of Greek
репа — укр. рiпа, русск. цслав. рѣпа, болг. ряпа, сербохорв. ре̏па, словен. rẹра, чеш. řiра, слвц. rера, польск. rzера, в. луж., н. луж. rěра, полаб. rерo. Вероятно, древний странствующий культурный термин неизвестного происхождения; ср. лит. ropė… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
ράπυς — ἡ, Α βλ. ῥάφυς … Dictionary of Greek
ράφανος — ο / ῥάφανος, ἡ, ΝΜΑ, και ιων. τ. ῥέφανος Α η ραφανίδα μσν. αρχ. 1. το φυτό κράμβη 2. φρ. «ῥάφανος ἀγρία» α) η άγρια κράμβη β) η αγριοραφανίδα, η λαψάνα γ) το φυτό ευφόρβιο το απιοειδές. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχ. ονομασία για το γογγύλι, η οποία… … Dictionary of Greek
rāp-, rēp- — rāp , rēp English meaning: turnip Deutsche Übersetzung: “Rũbe” Note: Wanderwort unbekannter origin Material: Gk. ῥάπυς, ῥάφυς f. “ beet, turnip “, ῥάφανος, ῥαφάνη “Rettig”, Att. “Kohl”, ῥαφανί̄ς, ῖδος “Rettig”; Lat. rüpum,… … Proto-Indo-European etymological dictionary