- ῥάπαλος
ῥάπαλος, bei Hesych. verderbte Lesart für ῥαπάταυλος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥάπαλος, bei Hesych. verderbte Lesart für ῥαπάταυλος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ράπαλος — ὁ, Μ 1. ράφανος 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὁ αὐλῶν εἰς τὴν ῥάπα». [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. ῥάφανος* (πρβλ. ῥάπυς). Ο τ. με τη σημ. «αυλητής» αποτελεί διαφορετική ανάγνωση τής λ. ῥαπαύλους στο χωρίο τού Ησύχ. (βλ. ῥάπα)] … Dictionary of Greek
ῥαπάλους — ῥάπαλος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)