ῥάπτρια

ῥάπτρια

ῥάπτρια, , fem. zu ῥάπτης, Sp., bei den VLL, Erkl. von ἠπήτρια, ἀκέστρια.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ῥάπτρια — fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ράπτρια — η / ῥάπτρια, ΝΜΑ βλ. ράπτης …   Dictionary of Greek

  • ῥαπτρίας — ῥαπτρίᾱς , ῥάπτρια fem acc pl ῥαπτρίᾱς , ῥάπτρια fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥάπτριαι — ῥάπτρια fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥάπτριαν — ῥάπτρια fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ράπτης — ο, θηλ. ράπτρια / ῥάπτης, θηλ. ῥάπτρια, ΝΜΑ, και ράφτης, θηλ. ράφτρα, Ν, και ῥάπτις, ιδος, ΜΑ νεοελλ. τεχνίτης που κατασκευάζει ενδύματα μσν. αρχ. αυτός που επιδιορθώνει ενδύματα, μπαλωματής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”