- ῥηΐδιος
ῥηΐδιος, ep. u. ion. = ῥᾴδιος (w. m. s.), Hom. u. Hes., auch Her. – Adv. ῥηϊδίως.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥηΐδιος, ep. u. ion. = ῥᾴδιος (w. m. s.), Hom. u. Hes., auch Her. – Adv. ῥηϊδίως.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥηίδιος — ῥηΐδιος , ῥᾴδιος easy masc nom sg (epic ionic) ῥῄδιος easy masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ράδιος — και ῥαίδιος και ῥάδιος, ία, ον, και επικ. και ιων. τ. ῥηΐδιος και ῥῄδιος, ίη, ον, Α 1. εύκολος, ιδίως αυτός που γίνεται ή τελείται εύκολα («τάφρος... οὔτε περῆσαι ῥηιδίη», Ομ. Ιλ.) 2. προσφυής, κατάλληλος («ῥᾴδια... ἤθεα», Ευρ.) 3. απερίσκεπτος,… … Dictionary of Greek