ῥοίδιον

ῥοίδιον

ῥοίδιον und ῥοΐδιον, τό, dim. von ῥοιά, ῥόα, kleine Granate; Menand. bei Ath. XVI, 651 a; D. Sic. 4, 35; die Form ῥοίδιον galt als besser attisch, vgl, Lob. Phryn. 87.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ῥοίδιον — small pomegranate neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ροΐδιον — και ροΐδιν, τὸ, Μ βλ. ρόδι …   Dictionary of Greek

  • ῥοιδίου — ῥοίδιον small pomegranate neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥοιδίων — ῥοίδιον small pomegranate neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥοιδίῳ — ῥοίδιον small pomegranate neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥοίδια — ῥοίδιον small pomegranate neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρόδι — το / ῥοΐδιον, ΝΜΑ, και ρόιδι και ρόιδο και ρούδι Ν, και ῥοΐδιν Μ ο εδώδιμος καρπός της ροδιάς νεοελλ. φρ. «τά κανα ρόιδο» τά έκανα μούσκεμα, απέτυχα οικτρά, τά θαλάσσωσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόα + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. κλων ίδιον). Ο νεοελλ. τ.… …   Dictionary of Greek

  • υποκοριστικός — ή, ό / ὑποκοριστικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὑποκορίζομαι] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υποκορισμό, αυτός που δηλώνει υποκορισμό, κολακευτικός, χαῑδευτικός·2. το ουδ. ως ουσ. το υποκοριστικό (ενν. όνομα) γραμμ. παράγωγο όνομα που δηλώνει υποκορισμό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”