ῥοδέα

ῥοδέα

ῥοδέα, , zsgz. ῥοδῆ, der Rosenstrauch, B. A. 299; ῥοδέῃσι ist Ap. Rh. 3, 1020 für ῥοδέεσσι zu lesen, s. Schäfer zur Stelle u. vgl. ῥόδον.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ροδέα — η, Ν βλ. ροδή …   Dictionary of Greek

  • ῥόδεα — ῥόδεος of roses neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥοδέας — ῥοδέᾱς , ῥόδεος of roses fem acc pl ῥοδέᾱς , ῥόδεος of roses fem gen sg (attic doric aeolic) ῥοδέᾱς , ῥοδῆ rose bush fem acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥοδέαν — ῥοδέᾱν , ῥόδεος of roses fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέταλο — το / πέταλον, ΝΜΑ, και πέτηλον Α το έγχρωμο φύλλο τής στεφάνης τού άνθους (α. «τα πέταλά του... να τού ανοίξει την αυγή», Γρυπ. β. «χλοερά... ῥόδεα πέταλα», Ευ ρ.) νεοελλ. μσν. μεταλλικό έλασμα που τοποθετείται κάτω από την οπλή ζώων, ιδίως τών… …   Dictionary of Greek

  • ροδή — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Νύμφη, κόρη του Ποσειδώνα και της Αλίας, ή του Ήλιου και της Αμφιτρίτης, ή του Ποσειδώνα και της Αφροδίτης, ή ακόμα του Ωκεανού ή του Ασωπού. Στη νύμφη αυτή οφείλεται και το όνομα της νήσου Ρόδου, γιατί, κατά τη… …   Dictionary of Greek

  • ρόδεος — (I) ο, Ν ζωολ. γένος νεοπτερύγιων ιχθύων τών γλυκών νερών τής κεντρικής και νότιας Ευρώπης, τής οικογένειας κυπρινίδες, που είναι γνωστοί για τον ασυνήθιστο τρόπο αναπαραγωγής τους, ο οποίος συνίσταται στην τοποθέτηση τών αβγών τους, με τη… …   Dictionary of Greek

  • ῥοδέαις — ῥόδεος of roses fem dat pl ῥοδῆ rose bush fem dat pl (epic ionic) ῥοδέᾱͅς , ῥοδῆ rose bush fem dat pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”