ῥοδάνη

ῥοδάνη

ῥοδάνη, , der gedrehte Faden, Einschlag, Batrach. 182; vgl. Schneider Orph. Arg. 509.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ῥοδάνη — spun thread fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥοδάνῃ — ῥοδάνη spun thread fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ροδάνη — και ῥαδάνη, ἡ, Α [ῥοδανός / ῥαδανός] στριμμένη κλωστή, υφάδι, νήμα …   Dictionary of Greek

  • ῥοδάνην — ῥοδάνη spun thread fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥοδάνης — ῥοδάνη spun thread fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • TRAMA — I. TRAMA a Tramcando, quod stamen trameet, aliter subtemen, antiquis. Servius ad illud, l. 3. Aen. v. 483. Et picturatas auri subtegmine vestes: id est, ait, filô, quod intra stamen currit; quod Persius tramam dixit, Sat. 6. v. 73. mihi trama… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ραδάνη — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) βλ. ῥοδάνη …   Dictionary of Greek

  • ραδινός — ή, ό / ῥαδινός, ή, όν, ΝΜΑ, και ραϊδινός, ή, ό, Ν, και ῥοδανός και ῥαδαλός και ραδανός, ή, όν και αιολ. τ. βραδινός, ίνα, ον, Α (για μέλη τού σώματος και για πρόσ.) 1. λεπτοκαμωμένος, βεργολυγερός (α. «ραϊδινή παρθένα τούς προσμένει», Γρυπ. β.… …   Dictionary of Greek

  • ροδάνι — το, Ν 1. εργαλείο με το οποίο τυλίγεται το νήμα τής ανέμης στα μασούρια 2. φρ. «η γλώσσα της πάει ροδάνι» είναι πάρα πολύ φλύαρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥοδάνη «στριμμένη κλωστή, υφάδι», με αλλαγή γένους, κατά τα καλάμι, μασούρι] …   Dictionary of Greek

  • Ιάμβλιχος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Μυθιστοριογράφος (2ος αι. μ.Χ.). Γεννήθηκε στη Συρία και έγραψε τα Βαβυλωνιακά, σε 29 βιβλία, τα οποία περιγράφουν τις ερωτικές περιπέτειες του Ροδάνη και της Σινωνίδας, την οποία ερωτεύτηκε ο βασιλιάς της Βαβυλωνίας …   Dictionary of Greek

  • u̯er-3: C. u̯(e)r-ed- (*su̯erkʷh-) —     u̯er 3: C. u̯(e)r ed (*su̯erkʷh )     English meaning: to bend down, to sway     Deutsche Übersetzung: ‘sich biegen, neigen, schwanken”     Material: Gk. ῥαδινός, Eol. βράδινος (i.e. Fράδινος) ‘schwank, slim, agile”, ῥοδανός ‘schwank”, ῥοδάνη …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”