- ῥοδο-δάφνη
ῥοδο-δάφνη, ἡ, Lorbeerrose, unser Oleander, mit rosenrother Blüthe und Lorbeerblättern; Luc. asin. 17; vgl. auch pseudol. 27.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥοδο-δάφνη, ἡ, Lorbeerrose, unser Oleander, mit rosenrother Blüthe und Lorbeerblättern; Luc. asin. 17; vgl. auch pseudol. 27.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ροδαφνιά — η, Ν βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού δαφνοκέρασος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ροδο δάφνη με απλολογία (πρβλ. αμφορεύς: αμφιφορεύς)] … Dictionary of Greek
Στράους — (Strauss). Οικογένεια Αυστριακών μουσικών, που ασχολήθηκαν με την οπερέτα και τη χορευτική μουσική. Οι σπουδαιότεροι εκπρόσωποι της είναι: 1. Γιόχαν Σ. (Βιέννη 1804 – 1849), ο γενάρχης. Αφού ακολούθησε άτακτες σπουδές, επιβλήθηκε το 1819 ως… … Dictionary of Greek
στέφανος — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο πρώτος και πιο γνωστός από τους επτά διακόνους, που είχαν εκλεχτεί για να υπηρετούν τις Αγάπες της πρώτης Εκκλησίας, στην Ιερουσαλήμ. Διακρινόταν για τη μεγάλη του χριστιανική δράση, αλλά… … Dictionary of Greek