ῥομβο-ειδής

ῥομβο-ειδής

ῥομβο-ειδής, ές, von der Gestalt eines ῥόμβος, rhomboidisch, σχῆμα, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θρομβοειδής — ές (ΑΜ θρομβοειδής, ές) θρομβώδης μσν. (για ιδρώτα) αυτός που αποτελείται από μεγάλες σταγόνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρόμβος + ειδής (< είδος) πρβλ. δακτυλιο ειδής, ρομβο ειδής. Η λ. επανήλθε στη Νέα Ελληνική ως αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. thromboid < …   Dictionary of Greek

  • ηεροειδής — ἠεροειδής, ές (Α) (ιων. και επ. τ. τού αχρ. αεροειδής) 1. ομιχλώδης, νεφελώδης, σκοτεινός, με θολή όψη («ἠεροειδής νεφέλη», Ησίοδ.) 2. (το ουδ. ως επίρρ.) τὸ ἠεροειδές θολά, όχι καθαρά, ασαφώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηερο , ιων. τ. τού αερο (< αήρ,… …   Dictionary of Greek

  • ηλοειδής — ἡλοειδής, ές (Α) όμοιος με καρφί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήλος «καρφί» + ειδής (< είδος), πρβλ. ρομβο ειδής, σφαιρο ειδής] …   Dictionary of Greek

  • θηλυκοειδής — θηλυκοειδής, ές (Μ) αυτός που ταιριάζει σε γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυκός + ειδής (< είδος), πρβλ. ρομβο ειδής, σταυρο ειδής] …   Dictionary of Greek

  • θηριοειδής — θηριοειδής, ές (Α) όμοιος με θηρίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + ειδής (< είδος), πρβλ. δυσ ειδής, ρομβο ειδής] …   Dictionary of Greek

  • θυρεοειδής — Ο μεγαλύτερος ενδοκρινής αδένας του ανθρώπου. Βρίσκεται στο μπροστινό και κάτω μέρος του λαιμού, κάτω από το υοειδές οστό και μπροστά από τον λαρυγγοτραχειακό σωλήνα. Αποτελείται από δύο λοβούς, δεξιό και αριστερό, που ενώνονται με έναν ισθμό. To …   Dictionary of Greek

  • καισαροειδής — καισαροειδής, ές (Α) αυτός που μοιάζει με καίσαρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καῖσαρ + ειδής (< εἶδος), πρβλ. ρομβο ειδής, σφαιρο ειδής] …   Dictionary of Greek

  • καλαθοειδής — καλαθοειδής, ές (Α) αυτός που έχει σχήμα καλαθιού, ο στενός στη βάση του. επίρρ... καλαθοειδῶς (Α) με σχήμα ή μορφή καλαθιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαθος + ειδής (< εἶδος), πρβλ. ρομβο ειδής, σφαιρο ειδής] …   Dictionary of Greek

  • ρομβοειδής — ές / ῥομβοειδής, ές, ΝΜΑ 1. όμοιος με ρόμβο, αυτός που έχει σχήμα ρόμβου 2. φρ. «ρομβοειδές σχήμα» τετράπλευρο που έχει τις απέναντι μόνο πλευρές και γωνίες ίσες 3. φρ. «ρομβοειδές στερεό(ν)» στερεό σχήμα που αποτελείται από δύο κώνους ενωμένους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”