- παγ-κευθής
παγ-κευθής, ές, ganz, Alles verbergend, τὰν παγκευϑῆ κάτω νεκρῶν πλάκα, Soph. O. C. 1632.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παγ-κευθής, ές, ganz, Alles verbergend, τὰν παγκευϑῆ κάτω νεκρῶν πλάκα, Soph. O. C. 1632.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεγαλοκευθής — μεγαλοκευθής, ές (Α) αυτός που περικλείει πολλά μέσα του («μεγαλοκευθεῑς θάλαμοι», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + κευθής (< κεύθος < κεύθω), πρβλ. παγ κευθής] … Dictionary of Greek
μελαγκευθής — μελαγκευθής, ές (Α) 1. ο κρυμμένος στο σκοτάδι, μαύρος, σκοτεινός («μελαγκευθὲς εἴδωλον ἀνδρός», Βακχυλ.) 2. αυτός που εμπεριέχει μαύρο χρώμα («μελαγκευθὲς νέφος», Βακχυλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + κευθής (< κεῦθος < κεύθω «κρύβω»),… … Dictionary of Greek