- ῥοδό-μηλον
ῥοδό-μηλον, τό, eine Marmelade von Quitten mit Rosen gekocht, Alex. Trall.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥοδό-μηλον, τό, eine Marmelade von Quitten mit Rosen gekocht, Alex. Trall.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κροκόμηλον — κροκόμηλον, τὸ (AM) μίγμα από κυδώνια βρασμένα με κρόκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκος + μῆλον (πρβλ. κιτρό μηλον, ροδό μηλον)] … Dictionary of Greek
μηλός — I Νησί (150,6 τ. χλμ., 4.771 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους, το νοτιοδυτικότερο στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Κυκλάδων. Πρωτεύουσα του νησιού είναι ο ομώνυμος οικισμός (υψόμ. 200 μ., 792 κάτ.). Διοικητικά το νησί αποτελεί δήμο του νομού Κυκλάδων. Νησί… … Dictionary of Greek
μηλόχρους — μηλόχρους, ουν και οος, οον (Μ) αυτός που έχει χρώμα μήλου ή κυδωνιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + χροῦς «χρώμα» (πρβλ. ροδό χρους)] … Dictionary of Greek
Νίκαια — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν κόρη του μυθικού ηγεμόνα της Βιθυνίας, Σαγγάριου και της θεάς Κυβέλης. Σύμφωνα με την παράδοση, καθώς λουζόταν στις όχθες του ποταμού Σαγγάριου, την είδε ο θεός Διόνυσος και την ερωτεύτηκε. Μετέτρεψε το νερό της πηγής… … Dictionary of Greek