- ῥοδό-κισσος
ῥοδό-κισσος, ὁ, Rosenepheu, Theocr. 5, 131, v. l. für ὡς ῥόδα κισσός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥοδό-κισσος, ὁ, Rosenepheu, Theocr. 5, 131, v. l. für ὡς ῥόδα κισσός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
κισσοστεφής — ές (Α κισσοστεφής και κιττοστεφής, ές) στεφανωμένος με κισσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + στεφής (< στέφος), πρβλ. πυρι στεφής, ροδο στεφής] … Dictionary of Greek
κισσόφυλλον — κισσόφυλλον, τὸ (AM) φύλλο κισσού αρχ. είδος κυκλάμινου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + φυλλον (< φύλλον), πρβλ. μηλό φυλλον, ροδό φυλλον] … Dictionary of Greek