- ῥοδό-πῡγος
ῥοδό-πῡγος, mit rosigem Hintern, Sosipat. 2 (V, 55).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥοδό-πῡγος, mit rosigem Hintern, Sosipat. 2 (V, 55).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λεπτόπυγος — λεπτόπυγος, ον (Α) αυτός που έχει λεπτή πυγή αδύνατα οπίσθια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + πυγος (< πυγή «οπίσθια») πρβλ. λευκό πυγος, ροδό πυγος] … Dictionary of Greek