- ῥοϊκός
ῥοϊκός, 1) fließend, flüssig, übh. weichlich, schwammig, Ggstz des Festen, Derben, Sp. – 2) am Flusse leidend, bes. dem Bauchflusse od. der Diarrhöe ausgesetzt, Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥοϊκός, 1) fließend, flüssig, übh. weichlich, schwammig, Ggstz des Festen, Derben, Sp. – 2) am Flusse leidend, bes. dem Bauchflusse od. der Diarrhöe ausgesetzt, Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥοικός — crooked masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ροικός — Αρχιτέκτονας και χαλκοπλάστης από τη Σάμο. Έζησε στα μέσα του 7ου αι. και ήταν γιος του Φιλέα ή Φιλαίου. Δημιούργησε μια οικογένεια Σάμιων καλλιτεχνών, που οι πιο γνωστοί τους είναι ο γιος του Τηλεκλής και ο εγγονός του Θεόδωρος. Κατά τον Ηρόδοτο … Dictionary of Greek
ροϊκός — Αρχιτέκτονας και χαλκοπλάστης από τη Σάμο. Έζησε στα μέσα του 7ου αι. και ήταν γιος του Φιλέα ή Φιλαίου. Δημιούργησε μια οικογένεια Σάμιων καλλιτεχνών, που οι πιο γνωστοί τους είναι ο γιος του Τηλεκλής και ο εγγονός του Θεόδωρος. Κατά τον Ηρόδοτο … Dictionary of Greek
ῥοικά — ῥοικός crooked neut nom/voc/acc pl ῥοικά̱ , ῥοικός crooked fem nom/voc/acc dual ῥοικά̱ , ῥοικός crooked fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥοικῶν — ῥοικός crooked fem gen pl ῥοικός crooked masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥοικόν — ῥοικός crooked masc acc sg ῥοικός crooked neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥοικαῖς — ῥοικός crooked fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥοικοῖς — ῥοικός crooked masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥοικοῖσιν — ῥοικός crooked masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥοικοί — ῥοικός crooked masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥοικοῦ — ῥοικός crooked masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)