ῥοχθίζω, = ῥοχϑέω, Orph. H. 49, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ροχθίζω — Ν ροχθώ, πλαταγίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ροχθώ, κατά τα ρ. σε ίζω] … Dictionary of Greek