- παγ-κύνιον
παγ-κύνιον, τό, eine Art Seegras, Ael. H. A. 14, 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παγ-κύνιον, τό, eine Art Seegras, Ael. H. A. 14, 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεσοκύνιον — μεσοκύνιον, τὸ (Μ) το κατώτερο μέρος τού ποδιού τού ίππου και άλλων ζώων κοντά στην οπλή. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για ουσιαστικοποιημένο τ. ουδ. ενός αμάρτυρου επιθ. *μεσοκύνιος (< μεσ[ο] * + κύων), πρβλ. μετα κύνιον, παγ κύνιον] … Dictionary of Greek