ῥοφάνω

ῥοφάνω

ῥοφάνω, Hippocr., u. ῥοφάω, = ῥοφέω.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ροφάνω — και ῥυφάνω, Α βλ. ροφώ …   Dictionary of Greek

  • ροφώ — ῥοφῶ, άω και έω, ΝΜΑ, και ρουφῶ Ν και ῥοφῶ και ῥοφάνω και ῥυφάνω και ῥυμφάνω και ιων. τ. ῥυφῶ, έω, Α 1. καταπίνω υγρό με βαθιά εισπνοή, με θορυβώδη τρόπο, με λαιμαργία (α. «μη ρουφάς έτσι τον καφέ» β. «τὴν φακῆν ῥοφήσομαι», Αριστοφ.) 2. αδειάζω… …   Dictionary of Greek

  • καταρροφάνω — (Α) καταρροφώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ῥοφάνω «ρουφώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”