- ῥητορο-μάστιξ
ῥητορο-μάστιξ, ῑγος, ὁ, Geißel der Redner, Rhetoren, Beiw. eines gewissen Aeschines von Mitylene, D. L. 2, 64.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥητορο-μάστιξ, ῑγος, ὁ, Geißel der Redner, Rhetoren, Beiw. eines gewissen Aeschines von Mitylene, D. L. 2, 64.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλωομάστιξ — κλῳομάστιξ, ιγος, ὁ (Α) αυτός που είναι δεμένος με κλοιό και μαστιγώνεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλῳός, παρλλ. τ. τού κλοιός + μάστιξ (< μάστιξ), πρβλ. γραμματικο μάστιξ, ρητορο μάστιξ] … Dictionary of Greek