πνιγόεις

πνιγόεις

πνιγόεις, εσσα, εν, = πνιγηρός; ἄχερδος, Alc. Mess. 18 (VII, 536); ὀδμή, Nic. Ther. 425.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πνιγόεις — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνιγόεντα — πνιγόεις neut nom/voc/acc pl πνιγόεις masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνιγόεντι — πνιγόεις masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνιγόεσσα — πνιγόεις fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνιγόεσσαν — πνιγόεις fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… …   Dictionary of Greek

  • πνίγω — ΝΜΑ 1. θανατώνω εμποδίζοντας την αναπνοή, με βύθιση στο νερό ή στραγγαλισμό ή εισπνοή δηλητηριωδών αερίων 2. (σχετικά με άγρια βότανα ή θάμνους) περιτυλίγομαι γύρω από ένα φυτό σφίγγοντάς το, με αποτέλεσμα να μαραθεί (α. «τα αγριάγκαθα έπνιξαν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”