ῥητότης, ητος, ἡ, die Rationalität, Iambl. arithm.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ρητότης — ητος, ή, Α [ῥητός] συμμετρία … Dictionary of Greek
ῥητότητα — ῥητότης rationality fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥητότητος — ῥητότης rationality fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)