ῥησείδιον, τό, = Folgdm; Ath. XI, 501, a; E. M.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ρησείδιον — τὸ, Α βλ. ρησίδιον … Dictionary of Greek
ρησίδιον — και ρησείδιον, τὸ, Α [ῥῆσις] υποκορ. τ. τού ρήση … Dictionary of Greek