παγιότης

παγιότης

παγιότης, ητος, ἡ, Festigkeit, Bestimmtheit, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • παγιότης — certainty fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παγιότητα — παγιότης certainty fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παγιότητι — παγιότης certainty fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παγιότητος — παγιότης certainty fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παγιότητα — η (ΑΜ παγιότης, ητος) [πάγιος] η ιδιότητα τού πάγιου, η στερεότητα, η σταθερότητα, η ευστάθεια, η μονιμότητα …   Dictionary of Greek

  • ՊԱՂՈՒՄՆ — (ղման.) NBH 2 0590 Chronological Sequence: Unknown date գ. πηγμή, παγιότης congelatio. Պաղիլն. սառումն. ձուլումն. *Լուծանելով զպաղումն դառնաշունչ դժնդակ օդոյն: Զպաղումն լճին եղկացուցէք. Շար …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”