ῥαθάμιγξ — drop fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ραθάμιγξ — ιγγος, ἡ, Α 1. σταγόνα, σταλαγματιά 2. (για στερεό) κάθε διασκορπισμένο μόριο, κόκκος, σπυρί («ἡνίοχον κονίης ῥαθάμιγγες ἔβαλλον», Ομ. Ιλ.) 3. κηλίδα, στίγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για εκφραστικό σχηματισμό σε ιγξ (πρβλ.… … Dictionary of Greek
ῥαθάμιγγα — ῥαθάμιγξ drop fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαθάμιγγας — ῥαθάμιγξ drop fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαθάμιγγες — ῥαθάμιγξ drop fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαθάμιγγι — ῥαθάμιγξ drop fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαθάμιγγος — ῥαθάμιγξ drop fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαθάμιγξι — ῥαθάμιγξ drop fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευραθάμιγξ — εὐραθάμιγξ, ιγγος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που στάζει πολύ, ο κάθυγρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ραθάμιγξ «σταγόνα»] … Dictionary of Greek
εϋρραθάμιγξ — ἐϋρραθάμιγξ, ὁ, ἡ (Α) (για οίνο) με ωραίες σταγόνες, με ωραίες σταλαγματιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ραθάμιγξ «σταγόνα»] … Dictionary of Greek
μελιρραθάμιγξ — μελιρραθάμιγξ, ιγγος, ό και ἡ (Α) 1. αυτός που στάζει μέλι 2. μτφ. αυτός που είναι γλυκός σαν το μέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + ῥαθάμιγξ «σταγόνα, σταλαγματιά» (πρβλ. πολυ ρραθάμιγξ)] … Dictionary of Greek