ράβδος — η / ῥάβδος, ΝΜΑ·1. επίμηκες, κυλινδρικό και λεπτό τεμάχιο ξύλου ή ξύλινο στέλεχος το οποίο κρατείται από το χέρι είτε για στήριξη τού σώματος κατά το βάδισμα είτε ως πρόχειρο όπλο άμυνας ή επίθεσης, βακτηρία, μπαστούνι, μαγκούρα («ταχὺ πηδῶ τῆς… … Dictionary of Greek
κλημοφόρος — κλημοφόρος, ὁ (Α) Ρωμαίος εκατόνταρχος που έφερε κλημάτινη ράβδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλῆμα (ΙΙ), με τη σημ. «κλημάτινη ράβδος» + φόρος (< φέρω), πρβλ. σπερμο φόρος. Το α συνθετικό σχηματίζεται από το θέμα τής ονομ. και όχι τής γεν., όπως συν. (πρβλ … Dictionary of Greek
ζυγός — Συσκευή με την οποία μπορούμε να κρίνουμε την ισορροπία μεταξύ μιας γνωστής δύναμης και μιας άγνωστης για να οδηγηθούμε έτσι από τη γνώση του μεγέθους της μίας στον προσδιορισμό του μεγέθους της άλλης. Με την πιο κοινή έννοια, στον όρο ζ.… … Dictionary of Greek
ναρθηκοφόρος — ναρθηκοφόρος, ον (Α) 1. (γενικά) αυτός που έφερε ράβδο από νάρθηκα και ιδίως αυτός που κατά τα όργια τού Βάκχου κρατούσε νάρθηκα ή θύρσο, ο θυρσοφόρος 2. προσωνυμία τού θεού Διονύσου 3. αυτός που φέρει ράβδο, ραβδούχος 4. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.)… … Dictionary of Greek
ραβδοφόρος — α, ο / ῥαβδοφόρος, ον, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. ῥαβδηφόρος, ον, Α 1. αυτός που φέρει ράβδο 2. (στην αρχ. Αθήνα, στη Ρώμη και την Αίγυπτο) (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οι ραβδοφόροι οι ραβδούχοι («ἦσαν ἐπὶ τῆς θυμέλης ῥαβδοφόροι τινές πρὸς εὐταξίαν τῶν… … Dictionary of Greek