ῥαβδωτός — made masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ραβδωτός — ή, ό / ῥαβδωτός, ή, όν, ΝΜΑ [ῥαβδοῡμαι / ραβδώνω] 1. αυτός που έχει μακρές και παράλληλες γραμμές ή σειρές στην επιφάνειά του, γραμμωτός («ραβδωτοί μύες») 2. (ιδίως για κίονες) αυτός που σχηματίζει αύλακες, αυλακωτός νεοελλ. φρ. «ραβδωτό σώμα»… … Dictionary of Greek
ραβδωτός — ή, ό αυτός που έχει ραβδώσεις, ο αυλακωμένος σε παράλληλες γραμμές. Στην είσοδο του κτιρίου υπήρχαν δυο ραβδωτές κολόνες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ῥαβδωτά — ῥαβδωτός made neut nom/voc/acc pl ῥαβδωτά̱ , ῥαβδωτός made fem nom/voc/acc dual ῥαβδωτά̱ , ῥαβδωτός made fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαβδωτόν — ῥαβδωτός made masc acc sg ῥαβδωτός made neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαβδωταῖς — ῥαβδωτός made fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαβδωταί — ῥαβδωτός made fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαβδωτοῖς — ῥαβδωτός made masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαβδωτοί — ῥαβδωτός made masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαβδωτούς — ῥαβδωτός made masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαβδωτήν — ῥαβδωτός made fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)