ῥακίωσις, ἡ, steht für ῥάκωσις, σώματος, Diogen. 8, 70; vgl. Zenob. 6, 42.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ρακίωσις — ἡ, Α βλ. ῥάκωσις … Dictionary of Greek
ράκωσις — και ῥακίωσις, ώσεως, ἡ, ΜΑ [ῥακοῡμαι] ο σχηματισμός ρυτίδων, το ζάρωμα … Dictionary of Greek