- ῥακο-δύτης
ῥακο-δύτης, ὁ, = ῥακόδυτος, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥακο-δύτης, ὁ, = ῥακόδυτος, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σισυρνοδύτης — ὁ, Α ντυμένος με σίσυρνα*, με κάπα ή γούνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίσυρνα, άλλος τ. τού σισύρα «κάπα» + δύτης (< δύω «βυθίζω, βουτώ»), πρβλ. ῥακο δύτης, τρωγλο δύτης] … Dictionary of Greek