- πνικτήρ
πνικτήρ, ῆρος, ὁ, der Erstickende, Nonn. D. 21, 60.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πνικτήρ, ῆρος, ὁ, der Erstickende, Nonn. D. 21, 60.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πνικτήρ — ῆρος, ὁ, Α 1. αυτός που πνίγει 2. (σχετικά με πάλη) πόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πνίγω + επίθημα τήρ (πρβλ. φρακ τήρ)] … Dictionary of Greek
πνικτῆρι — πνικτήρ choking masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνίγω — ΝΜΑ 1. θανατώνω εμποδίζοντας την αναπνοή, με βύθιση στο νερό ή στραγγαλισμό ή εισπνοή δηλητηριωδών αερίων 2. (σχετικά με άγρια βότανα ή θάμνους) περιτυλίγομαι γύρω από ένα φυτό σφίγγοντάς το, με αποτέλεσμα να μαραθεί (α. «τα αγριάγκαθα έπνιξαν… … Dictionary of Greek