- ῥαιβό-κρᾱνος
ῥαιβό-κρᾱνος, mit krummem, gebogenem Kopfe, Oberende, κορύνη, Leon. Tar. 34 (VI, 35).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥαιβό-κρᾱνος, mit krummem, gebogenem Kopfe, Oberende, κορύνη, Leon. Tar. 34 (VI, 35).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ραιβόκρανος — η, ο / ῥαιβόκρανος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει ραιβό, δηλαδή στραμμένο, το κεφάλι του προς τη μία πλευρά, στραβοκέφαλος, στραβολαίμης νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ραιβόκρανο ιατρ. ανωμαλία κατά την οποία η κεφαλή έλκεται προς το ένα πλάγιο και… … Dictionary of Greek