- ῥακόεις
ῥακόεις, εσσα, εν, 1) lumpig, zerrissen, zersetzt, τήν τ' ἐπινωτίδιον βροχετῶν ῥακόεσσαν ἀγω-γόν Ep. ad. 176 (VI, 21). – 2) wie ῥαγόεις, runzlig, χρὼς παρειῆς Antiphil. in Paralip. 122 (XI, 66).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥακόεις, εσσα, εν, 1) lumpig, zerrissen, zersetzt, τήν τ' ἐπινωτίδιον βροχετῶν ῥακόεσσαν ἀγω-γόν Ep. ad. 176 (VI, 21). – 2) wie ῥαγόεις, runzlig, χρὼς παρειῆς Antiphil. in Paralip. 122 (XI, 66).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ρακόεις — έσσα, εν, Α 1. ο όμοιος με κουρέλι ή ο γεμάτος κουρέλια, ο κουρελιασμένος 2. μτφ. ο γεμάτος ρυτίδες, ζαρωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάκος + κατάλ. όεις*] … Dictionary of Greek
ῥακόεντα — ῥακόεις ragged neut nom/voc/acc pl ῥακόεις ragged masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥακόεσσαν — ῥακόεις ragged fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)