ῥαμφή

ῥαμφή

ῥαμφή, , ein. schnabelförmig gebogenes Messer, ein krummer Dolch, Pol. 10, 18, 6, vgl. Hezych.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ῥαμφή — hooked knife fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ραμφή — ἡ, Α 1. κυρτό μαχαίρι ή ξίφος 2. (κατά τον Ησύχ.) «ῥάμφος». [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού ῥάμφος] …   Dictionary of Greek

  • ῥάμφη — ῥάμφος crooked beak neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ῥάμφος crooked beak neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελεγκτήρας — Όργανο μέτρησης που στη μηχανουργική τεχνολογία χρησιμεύει για τον γρήγορο έλεγχο των διαστάσεων των κατεργάσιμων τεμαχίων. Οι ε. έχουν διάφορες μορφές, ανάλογα με τα τεμάχια που προορίζονται να μετρήσουν. Διακρίνονται σε σταθερούς (για τον… …   Dictionary of Greek

  • επιπολή — η (AM ἐπιπολή) 1. η επιφάνεια, το πάνω μέρος ενός πράγματος, απανωσιά 2. (γεν. ως επίρρ.) επιπολής επιφανειακά, στην επιφάνεια, πάνω πάνω (α. «ως να εβουτούσαν τα ράμφη επιπολής τού κύματος», Παπαδιαμ. β. «ἐπιπολῆς πεφυτευμένα», Ξεν.) 3. «ἐξ… …   Dictionary of Greek

  • μακροσκελόρραμφοι — μακροσκελόρραμφοι, οἱ (Μ) (για τους γερανούς) αυτοί που έχουν μακριά σκέλη και ράμφη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + σκέλος + ράμφος] …   Dictionary of Greek

  • ῥαμφάς — ῥαμφά̱ς , ῥαμφή hooked knife fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • u̯er-3: B. u̯er-b- and u̯er-bh- (*su̯erkʷ-) —     u̯er 3: B. u̯er b and u̯er bh (*su̯erkʷ )     English meaning: to turn, bend     Deutsche Übersetzung: “drehen, biegen”     Material: Gk. ῥάμνος “a kind of briar, Rhamnus paliurus L.” (*ῥαβ νος, *u̯r̥b nos), ῥάβδος “rod, Gerte, staff”, Eol.… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”