παικτός

παικτός

παικτός, gescherzt, scherzweis, scherzhaft, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • παικτός — παικτός, ή, όν (ΑΜ) [παίζω] 1. αυτός με τον οποίο μπορεί να παίξει κάποιος, αυτός που μπορεί να γίνεται αντικείμενο αστεϊσμού 2. παροιμ. φρ. «παίζει ἐν οὐ παικτοῑς» α) γελοιοποιεί τα πολύ σοβαρά β) παραγνωρίζει τον κίνδυνο που διατρέχει, παίρνει… …   Dictionary of Greek

  • παικτικός — παικτικός, ή, όν (Α) [παικτός] 1. αυτός που αγαπάει τα παιχνίδια 2. περιπαικτικός, περιγελαστικός 3. το ουδ. ως ουσ. τό παικτικόν η φιλοπαιγμοσύνη, η περιπαικτικότητα. επίρρ... παικτικῶς (Μ) αστεία, περιπαικτικά, χάριν αστεϊσμού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”