- ῥιζίον
ῥιζίον, τό, dim. von ῥίζα, Würzelchen; Ar. Av. 654; Antiph. bei Ath. XI, 485 b; sp. D., wie Nic. Ther. 940 Hal. 69; D. Sic. 4, 54. Die Betonung ῥίζιον ist unrichtig.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥιζίον, τό, dim. von ῥίζα, Würzelchen; Ar. Av. 654; Antiph. bei Ath. XI, 485 b; sp. D., wie Nic. Ther. 940 Hal. 69; D. Sic. 4, 54. Die Betonung ῥίζιον ist unrichtig.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥιζίον — little root neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρίζιον — τὸ, Α βλ. ριζίο … Dictionary of Greek
ῥιζίοις — ῥιζίον little root neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥιζίων — ῥιζίον little root neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακρορίζιο — το ακρορίζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + ρίζιον / ριζίον, υποκορ. τού ρίζα] … Dictionary of Greek
ριζίο — το / ῥιζίον, ΝΑ, και ῥίζιον και ῥιζεῑον Α [ῥίζα] μικρή ή λεπτή ρίζα, ριζίδιο αρχ. το φυτό ρουβία η βαφική … Dictionary of Greek
CHROMA — Craece Χρῶνα i. e. color, absolute positum, Plinio, l. 33. c. 7. cinnabaris est, apud Theophr astum, quod etiam Graecia recentior καλλίχρουν vocavit: Salmasio genus quoddam radiculae, quô e Syria advehi solitô, colorabantur olim unguenta. Ita… … Hofmann J. Lexicon universale
SYRIACA Radicula — fucando apta, et cibis Syrorum expetita, olias Syriacus Color, Graecis Συρίας ανθος, absolute ῥιζιον, Antiquis φῦκος et χρῶμα, vide supra Radicula … Hofmann J. Lexicon universale
ριζάρι — το / ῥιζάριν, ΝΜ το γνωστό με τη λόγια ονομασία φυτό ρουβία η βαφική, αλλ. λιζάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα (πρβλ. αρχ. ῥιζιόν), άλλη ονομασία τού φυτού αλιζάρι (βλ. λ. αλιζάρι)] … Dictionary of Greek
ριζόσημος — ον, Α αυτός που έχει ταινία βαμμένη με ρίζιον*, με ερυθρόδανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζ ιον + σημος (< σῆμα), πρβλ. χρυσό σημος] … Dictionary of Greek
όλιγγος — ὄλιγγος, ὁ (Α) γένος ακρίδων. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. παρετυμολογικά με τη λ. λιγύς «διαπεραστικός» (πρβλ. λιγάντωρ). Ο τ. αποτελεί διόρθωση τής γλώσσας τού Ησύχ. «ὀλίγιοι εἶδος ἀκρίδων, τινὲς ῥιζίον ὅμοιον βολβῷ» που παράγεται από το επίθ.… … Dictionary of Greek