ῥιζίς

ῥιζίς

ῥιζίς, ίδος, ἡ, poet. statt ῥίζα, Nic. Al. 403.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ρίζις — ὁ, Α είδος ελέφαντα τής Αιθιοπίας …   Dictionary of Greek

  • ριζίς — ίδος, ή, Α (ποιητ. τ.) η ρίζα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. θαμν ίς)] …   Dictionary of Greek

  • ῥιζίδα — ῥιζίς fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρίζα — η / ῥίζα, ΝΑ, και ιων. τ. ῥίζη και αιολ. τ. βρίζα Α 1. βοτ. το κατά κανόνα υπόγειο τμήμα τού σώματος ενός φυτού, κύριες λειτουργίες τού οποίου είναι η στήριξη τού φυτού, η πρόσληψη από το έδαφος νερού και των διαλυμένων σ αυτό ανόργανων αλάτων,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”