- ῥιζάριν
ῥιζάριν, τό, für ῥιζάριον, Geop.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥιζάριν, τό, für ῥιζάριον, Geop.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ριζάρι — το / ῥιζάριν, ΝΜ το γνωστό με τη λόγια ονομασία φυτό ρουβία η βαφική, αλλ. λιζάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα (πρβλ. αρχ. ῥιζιόν), άλλη ονομασία τού φυτού αλιζάρι (βλ. λ. αλιζάρι)] … Dictionary of Greek