- ῥιζηδόν
ῥιζηδόν, adv., wurzelartig, wie Wurzeln, Heliod. 1, 29.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥιζηδόν, adv., wurzelartig, wie Wurzeln, Heliod. 1, 29.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ριζηδόν — ῥιζηδὸν ΝΑ επίρρ. νεοελλ. από τη ρίζα, σύρριζα αρχ. όπως οι ρίζες («ῥιζηδὸν πλεκόμενοι», Ηλιόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. βαθμ ηδόν)] … Dictionary of Greek
ῥιζηδόν — like roots indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… … Dictionary of Greek
ρίζα — η / ῥίζα, ΝΑ, και ιων. τ. ῥίζη και αιολ. τ. βρίζα Α 1. βοτ. το κατά κανόνα υπόγειο τμήμα τού σώματος ενός φυτού, κύριες λειτουργίες τού οποίου είναι η στήριξη τού φυτού, η πρόσληψη από το έδαφος νερού και των διαλυμένων σ αυτό ανόργανων αλάτων,… … Dictionary of Greek
ριζόθεν — Α επίρρ. 1. ριζηδόν 2. μτφ. εντελώς, ολοσχερώς («ῥιζόθεν τὸ δεινὸν ἄπαν ἐκκεκομμένον», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + επιρρμ. κατάλ. θεν (πρβλ. πατρό θεν)] … Dictionary of Greek