ῥιζο-βόλος

ῥιζο-βόλος

ῥιζο-βόλος, Wurzel werfend, d. i. Wurzel schlagend, Nic. Th. 69.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σπινθηροβολώ — σπινθηροβολῶ, έω, ΝΜΑ 1. εκπέμπω σπινθήρες, σπιθοβολώ 2. εκπέμπω φωτεινές ακτίνες, φεγγοβολώ, ακτινοβολώ νεοελλ. μτφ. παρέχω δείγματα υψηλής ευφυΐας και ανώτερης πνευματικότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπινθήρ(ας) + βολῶ (< βόλος < βάλλω), πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • σταχυοβολώ — έω, Α (για φυτό) βγάζω στάχια. [ΕΤΥΜΟΛ. < στάχυς, υος + βολῶ (< βόλος < βάλλω), πρβλ. ριζο βολῶ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”