- ῥιζο-φυής
ῥιζο-φυής, ές, Wurzeln zeugend, treibend, auch = ῥιζόφυτος, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥιζο-φυής, ές, Wurzeln zeugend, treibend, auch = ῥιζόφυτος, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σιδηροφυής — ές, Α 1. κατασκευασμένος από σίδηρο 2. αυτός που έχει την φύση σιδήρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + φυής (< φύω / φύομαι), πρβλ. ῥιζο φυής] … Dictionary of Greek
σπερμοφυής — ές, ΝΑ (για δένδρο) αυτός που φύτρωσε από σπόρο και όχι από παραφυάδες ή μοσχεύματα νεοελλ. φρ. «σπερμοφυές δάσος» (γεωπ.) δάσος αποτελούμενο από δένδρα που προήλθαν από σπόρους και όχι από αναβλαστήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπέρμα + φυής (< φύος… … Dictionary of Greek