ῥεκτήρ

ῥεκτήρ

ῥεκτήρ, ῆρος, ὁ, der Thäter; κακῶν Hes. O. 193; sp. D., wie Maneth. 4, 149. 229.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ῥεκτήρ — worker masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρεκτήρ — ὁ, θηλ. ῥέκτειρα, Α 1. αυτός που πράττει, που κάνει κάτι (α. «κακῶν ῥεκτῆρα», Ησίοδ. β. «ῥεκτὴρ ἀρετῆς», Κλήμ.) 2. αυτός που καταγίνεται με κάτι («ῥεκτὴρ χρυσοῑο», Μανέθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥέζω (Ι) «πράττω» + επίθημα τήρ (πρβλ. θερμαν τήρ)] …   Dictionary of Greek

  • ῥεκτῆρα — ῥεκτήρ worker masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥεκτῆρας — ῥεκτήρ worker masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρέκτειρα — ἡ, Α βλ. ῥεκτήρ …   Dictionary of Greek

  • ρεκτήριος — ία, ον, Α [ῥεκτήρ] ενεργητικός, δραστήριος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”