- ῥιψο-κίνδῡνος
ῥιψο-κίνδῡνος, sich in Gefahr stürzend, tollkühn, wagehalsig, ein vom Würfelspiel entlehnter Ausdruck; Xen. Mem. 1, 3, 9; Alciphr. 3, 52 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥιψο-κίνδῡνος, sich in Gefahr stürzend, tollkühn, wagehalsig, ein vom Würfelspiel entlehnter Ausdruck; Xen. Mem. 1, 3, 9; Alciphr. 3, 52 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μικροκίνδυνος — μικροκίνδυνος, ον (Α) αυτός που εκθέτει τον εαυτό του σε κίνδυνο για μηδαμινά και ασήμαντα πράγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + κίνδυνος (πρβλ. ριψο κίνδυνος)] … Dictionary of Greek
φιλοκίνδυνος — η, ο / φιλοκίνδυνος, ον, ΝΑ αυτός που τού αρέσει να εκτίθεται σε κινδύνους, ριψοκίνδυνος αρχ. 1. (με αρνητική σημ.) απερίσκεπτος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλοκίνδυνον ο χαρακτήρας τού φιλοκίνδυνου. επίρρ... φιλοκινδύνως Α με φιλοκίνδυνο τρόπο,… … Dictionary of Greek