- ῥαχίτης
ῥαχίτης, ὁ, fem. ῥαχῖτις, ιδος, im Rückgrat, dazu gehörig, wie μυελός, Arist. partt. an. 2, 6; Medic.; ἡ ῥαχῖτις, mit u. ohne νόσος, die Rückgratskrankheit, englische Krankheit.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥαχίτης, ὁ, fem. ῥαχῖτις, ιδος, im Rückgrat, dazu gehörig, wie μυελός, Arist. partt. an. 2, 6; Medic.; ἡ ῥαχῖτις, mit u. ohne νόσος, die Rückgratskrankheit, englische Krankheit.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥαχίτης — in masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ραχίτης — ὁ, θηλ. ῥαχῑτις, ίτιδος, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ράχη («ὁ ῥαχίτης μυελός», Αριστοτ.) 2. το θηλ. ῥαχῑτις βλ. ραχίτιδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάχις + κατάλ. ίτης (πρβλ. νεφρ ίτης)] … Dictionary of Greek
ῥαχιτῶν — ῥαχίτης in masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαχίταις — ῥαχίτης in masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαχίτην — ῥαχίτης in masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαχίτου — ῥαχίτης in masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαχίτῃ — ῥαχίτης in masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαχίτας — ῥαχίτᾱς , ῥαχίτης in masc acc pl ῥαχίτᾱς , ῥαχίτης in masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυελός — ο (ΑΜ μυελός) φρ. «μέχρι μυελού οστέων» σε μεγάλο βαθμό, καθ ολοκληρίαν, τελείως, εντελώς («είναι ερωτευμένος μέχρι μυελού οστέων») νεοελλ. φρ. α) «νωτιαίος μυελός ανατ. το τμήμα τού κεντρικού νευρικού συστήματος το οποίο περιέχεται μέσα στον… … Dictionary of Greek