- ῥαφή
ῥαφή, ἡ, die Naht; Od. 22, 186, ἱμάντων; auch die Naht der Hirnschale, Her. 9, 83; vgl. Eur. ῥαφὰς ἔῤῥηξεν ὀστέων, Phoen. 1166; τρήσει καὶ ῥαφῇ χρωμένη σύνϑεσις, Plat. Polit. 280 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥαφή, ἡ, die Naht; Od. 22, 186, ἱμάντων; auch die Naht der Hirnschale, Her. 9, 83; vgl. Eur. ῥαφὰς ἔῤῥηξεν ὀστέων, Phoen. 1166; τρήσει καὶ ῥαφῇ χρωμένη σύνϑεσις, Plat. Polit. 280 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥαφή — seam fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ραφή — η / ῥαφή, ΝΜΑ 1. το να ράβει κανείς κάτι, να συνενώνει ράβοντας με κλωστή, το ράψιμο (α. «κοπή και ραφή στρατιωτικών στολών β. «τμήσει καὶ ῥαφῇ χρωμένη σύνθεσις», Πλάτ.) 2. το σημείο ή η γραμμή, στην οποία συνδέονται με ράψιμο κομμάτια υφάσματος … Dictionary of Greek
ῥαφῇ — ῥάπτω sew together aor subj pass 3rd sg ῥαφῆι , ῥαφεύς stitcher masc dat sg (epic ionic) ῥαφή seam fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ραφή — η 1. η σύνδεση που γίνεται με κλωστή και βελόνι: Το ρούχο χάλασε, κι οι ραφές κρατούσαν. 2. το σημείο που συνδέονται δύο επιφάνειες: Ραφές του κρανίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ῥαφῆι — ῥαφῇ , ῥάπτω sew together aor subj pass 3rd sg ῥαφεύς stitcher masc dat sg (epic ionic) ῥαφῇ , ῥαφή seam fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαφᾶν — ῥάφη a large kind of radish fem gen pl (doric aeolic) ῥαφή seam fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαφῶν — ῥάφη a large kind of radish fem gen pl ῥαφή seam fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαφαῖς — ῥαφή seam fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαφαί — ῥαφή seam fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαφήν — ῥαφή seam fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξώραφος — η, ο αυτός που έχει τη ραφή από την έξω πλευρά, ο ραμμένος εξωτερικά, που η ραφή του διακρίνεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < έξω + ραφή] … Dictionary of Greek