- ῥαφάνη
ῥαφάνη, ἡ, = ῥάφανος, Batrach. 53.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥαφάνη, ἡ, = ῥάφανος, Batrach. 53.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥαφάνη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ραφάνη — ἡ, ΜΑ η ῥάφανος («ῥαφάνης τῆς τρωξέμης», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού ῥάφανος, ἡ, κατά τα πρωτόκλιτα θηλ. σε η] … Dictionary of Greek
ῥαφανέων — ῥαφάνη fem gen pl (epic ionic) ῥαφανίς radish fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαφανῶν — ῥαφάνη fem gen pl ῥαφανίς radish fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαφάνην — ῥαφάνη fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαφάνης — ῥαφάνη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ράφα — ἡ, Α (δωρ. τ.) μεγάλο ρεπάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η ύπαρξη ενός δωρ. τ. ῥάφα / ῥάφη, στον οποίο οδηγεί πιθ. το χωρίο τού Ησύχ.: Τρύφων δὲ φησι παρὰ Δωριεῦσι τὰς μικρὰς ῥαφανῖδας λέγεσθαι, τὰς δὲ μεγάλας ῥάφας, παραμένει αμφίβολη και πιθ. ο τ. ῥάφας στο… … Dictionary of Greek
ραφανηδόν — Α επίρρ. (για κατάγματα) με μορφή ραφανίδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάφανος / ῥαφάνη + επιρρμ. κατάλ. ηδόν* (πρβλ. βαθμ ηδόν)] … Dictionary of Greek
rāp-, rēp- — rāp , rēp English meaning: turnip Deutsche Übersetzung: “Rũbe” Note: Wanderwort unbekannter origin Material: Gk. ῥάπυς, ῥάφυς f. “ beet, turnip “, ῥάφανος, ῥαφάνη “Rettig”, Att. “Kohl”, ῥαφανί̄ς, ῖδος “Rettig”; Lat. rüpum,… … Proto-Indo-European etymological dictionary