- ῥαφανηδόν
ῥαφανηδόν, adv., von Rettigsart, eine Art Knochenbruch, Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥαφανηδόν, adv., von Rettigsart, eine Art Knochenbruch, Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥαφανηδόν — radish like indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ραφανηδόν — Α επίρρ. (για κατάγματα) με μορφή ραφανίδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάφανος / ῥαφάνη + επιρρμ. κατάλ. ηδόν* (πρβλ. βαθμ ηδόν)] … Dictionary of Greek
-ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… … Dictionary of Greek