- παγερός
παγερός, geronnen, gefroren, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παγερός, geronnen, gefroren, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παγερός — ή, ὁ (ΑΜ παγερός, ά, όν) ψυχρός σαν πάγος, παγωμένος, παγετώδης νεοελλ. 1. μτφ. (για τρόπο, στάση και συμπεριφορά) αυτός που χαρακτηρίζεται από έλλειψη χάρης και ζεστασιάς, κρύος, σχεδόν εχθρικός («παγερή χειρονομία») 2. συνεκδ. απρόθυμος,… … Dictionary of Greek
παγερός — ή, ό 1. αυτός που είναι κρύος σαν πάγος, ο πολύ ψυχρός: Παγερές νύχτες. 2. μτφ., αυτός που έχει ψυχρό ύφος, ο ανέκφραστος: Παγερή όψη του θανάτου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παγερώτερον — παγερός frosty adverbial comp παγερός frosty masc acc comp sg παγερός frosty neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγερόν — παγερός frosty masc acc sg παγερός frosty neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγερῷ — παγερός frosty masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγέρ' — παγερά , παγερός frosty neut nom/voc/acc pl παγερά̱ , παγερός frosty fem nom/voc/acc dual παγερά̱ , παγερός frosty fem nom/voc sg (attic doric aeolic) παγερέ , παγερός frosty masc voc sg παγεραί , παγερός frosty fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηγνύω — ΝΜΑ, και πήγνυμι ΜΑ 1. εμπηγνύω, μπήγω 2. συναρμόζω, συναρμολογώ 3. μεταβάλλω ρευστό σε στερεό (α. «ο ψυχρός αέρας πηγνύει τη λάβα στις κλιτύς τού ηφαιστείου» β. «κρύσταλλος πέπηγεν», Θουκ.) 4. (σχετικά με γάλα ή τυρί) πήζω μσν. αρχ. 1. καρφώνω,… … Dictionary of Greek
αίθριος — ια, ιο (Α αἴθριος, ία, ιον) 1. (για τον ουρανό και τον καιρό) καθαρός, ανέφελος, λαμπρός 2. το ουδ. ως ουσ. βλ. λ. αίθριο, το αρχ. 1. αυτός που προκαλεί την αιθρία λέγεται για τους ανέμους και κυρίως για τον βοριά 2. ως επίθ. τού Διός 3. διάφανος … Dictionary of Greek
ανεμοβόρι — το βόρειος παγερός άνεμος … Dictionary of Greek
βογγερός — ή, ό 1. αυτός που συνοδεύεται από βόγγους 2. εκείνος που παράγει ισχυρό ήχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βόγγος + (κατάλ.) ερός (πρβλ. βροχερός, δροσερός, ζουμερός, καυτερός, παγερός κ.ά.)] … Dictionary of Greek
δυσθαλπής — δυσθαλπής, ές (Α) 1. αυτός που δύσκολα θερμαίνει, ο παγερός 2. ο υπερβολικά θερμός … Dictionary of Greek