- ῥαπ-αύλης
ῥαπ-αύλης, ὁ, s. ῥαπαταύλης.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥαπ-αύλης, ὁ, s. ῥαπαταύλης.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ραπαύλης — και ῥαππαύλας και ῥαπαταύλης και ῥαπταύλης, ὁ, ΜΑ ο αυλητής, αυτός που παίζει με καλάμι από ράπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάπα + αὐλός (πρβλ. καλαμ αύλης), Ο τ. ῥαπαταύλης < ῥαπατήν, διαφορετική ανάγνωση τής λ. ῥάπα στο χωρίο τού Ησύχ. (βλ. ῥάπα), ενώ… … Dictionary of Greek