ῥαπτός — stitched masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ραπτός — ή, ό / ῥαπτός, ή, όν, ΝΜΑ, και ραφτός, ή, ό, Ν [ῥάπτω/ ράβω] ραμμένος, ενωμένος με ραφή (α. «ραφτά παπούτσια» β. «περὶ δὲ κνήμῃσι βοείας κνημῑδας ῥαπτὰς δέδετο», Ομ. Οδ.)·)| αρχ. 1. (για υφάσματα) στολισμένος με πρόσθετα στολίδια με το βελονάκι 2 … Dictionary of Greek
ῥαπτά — ῥαπτός stitched neut nom/voc/acc pl ῥαπτά̱ , ῥαπτός stitched fem nom/voc/acc dual ῥαπτά̱ , ῥαπτός stitched fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαπτόν — ῥαπτός stitched masc acc sg ῥαπτός stitched neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαπτοῖς — ῥαπτός stitched masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαπτοῖσι — ῥαπτός stitched masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαπτοί — ῥαπτός stitched masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαπτοῦ — ῥαπτός stitched masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαπτή — ῥαπτός stitched fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαπτῷ — ῥαπτός stitched masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεόρραπτος — νεόρραπτος, ον (Α) νεορραφής, νεοραμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + (ρ)ραπτος (< ῥάπτω), πρβλ. εύ ραπτος] … Dictionary of Greek