- ῥύφημα
ῥύφημα, τό, ion. = ῥόφημα, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥύφημα, τό, ion. = ῥόφημα, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ρύφημα — ήματος, τὸ, Α ιων. τ. βλ. ρόφημα … Dictionary of Greek
ρόφημα — το / ῥόφημα, ΝΜΑ, και ιων. τ. ῥύφημα Α [ῥοφῶ / ῥυφῶ] νεοελλ. ζεστό κυρίως πρωινό, αφέψημα, τσάι μσν. ρουφηξιά, γουλιά κρασιού μσν. αρχ. ρευστή, πυκνόρρευστη ή πολτώδης τροφή, σε αντιδιαστολή προς τη στερεά ή την υγρή· … Dictionary of Greek
srebh-, sr̥bh- and serbh- (*ghreb-) — srebh , sr̥bh and serbh (*ghreb ) English meaning: to sip, swallow Deutsche Übersetzung: ‘schlũrfen” Material: Arm. arbi (*sr̥bh ) “I trank”, arb “Zechgelage”; Gk. ῥοφέω (Ion. ῥυφέω) ‘schlũrfe” (also ῥόφειν EM.), ῥοπτός… … Proto-Indo-European etymological dictionary