- παιόνιος
παιόνιος, = παιώνιος, heilend, χείρ, Aenigm. 5 (XIV, 55).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παιόνιος, = παιώνιος, heilend, χείρ, Aenigm. 5 (XIV, 55).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παιόνιος — παιόνιος, ίη, ον (Α) (επικ.τ.) βλ. παιώνιος … Dictionary of Greek
παιονίων — παιόνιος fem gen pl παιόνιος masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιόνιον — παιόνιος masc acc sg παιόνιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιονίῳ — παιόνιος masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιόνια — παιόνιος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιονία — παιονίᾱ , Παίονες their land fem nom/voc/acc dual παιονίᾱ , Παίονες their land fem nom/voc sg (attic doric aeolic) παιονίᾱ , παιόνιος fem nom/voc/acc dual παιονίᾱ , παιόνιος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιονίας — παιονίᾱς , Παίονες their land fem acc pl παιονίᾱς , Παίονες their land fem gen sg (attic doric aeolic) παιονίᾱς , παιόνιος fem acc pl παιονίᾱς , παιόνιος fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιώνιος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γλύπτης από τη Mένδη της Xαλκιδικής, που έζησε το δεύτερο μισό του 5ου αι. π.Χ. Eίναι ένας από τους λίγους καλλιτέχνες των οποίων σώζεται πρωτότυπο έργο· η Νίκη του μουσείου της Ολυμπίας, που χρονολογείται γύρω στο… … Dictionary of Greek
παιονίαις — Παίονες their land fem dat pl παιόνιος fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιονίαν — παιονίᾱν , Παίονες their land fem acc sg (attic doric aeolic) παιονίᾱν , παιόνιος fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιονίη — Παίονες their land fem nom/voc sg (epic ionic) παιόνιος fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)