- ῥύστης
ῥύστης, ὁ, der Erretter, Befreier, Erlöser, Luc. Philop. 6 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥύστης, ὁ, der Erretter, Befreier, Erlöser, Luc. Philop. 6 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥύστης — saviour masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρύστης — ό, ΜΑ, και θηλ. τ. ρῡστις Μ σωτήρας, λυτρωτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥῡ σ τού ἐρύω (ΙΙ) «προστατεύω» (πρβλ. ῥύ σ ιος, ῥυ σ τήρ) + κατάλ. της (πρβλ. δό της, θύ της)] … Dictionary of Greek
ῥύστην — ῥύστης saviour masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥύστου — ῥύστης saviour masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥύστῃ — ῥύστης saviour masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥύστα — ῥύστᾱ , ῥύστης saviour masc nom/voc/acc dual ῥύστης saviour masc voc sg ῥύστᾱ , ῥύστης saviour masc gen sg (doric aeolic) ῥύστης saviour masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμορύστης — κοσμορύστης, ὁ (Μ) ο λυτρωτής τού κόσμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + ῥύστης «σωτήρας»] … Dictionary of Greek
ρυστικός — ή, όν, Α [ῥύστης] αυτός που διασώζει, που λυτρώνει, προστατευτικός … Dictionary of Greek
ρύστις — ύστιδος, ἡ, Μ βλ. ῥύστης … Dictionary of Greek
ՓՐԿԻՉ — (կչի, չաւ.) NBH 2 0964 Chronological Sequence: Early classical, 7c, 10c, 12c, 13c ա. գ. σωτήρ servator, salvator σωτήριον salutare ῤύστης liberator λυτρωτής redemptor. որ եւ ՅԻՍՈՒՍ. ըստ եբր. էաշուս, էչա, մոշեա. Այն՝ որ փրկէ. ապրեցուցիչ. կեցուցիչ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)